- αναπτερύσσομαι
- ἀναπτερύσσομαι (Μ)αναπτερυγίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + πτερύσσομαι (< πτέρυξ) «φτεροκοπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναπτερύσσεσθαι — ἀναπτερύσσομαι to be furnished with wings pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)